- τζάγγρα
- Βαρύ τόξο που χρησιμοποιούσαν στη δυτική Ευρώπη και στο Βυζάντιο, πιθανότατα τον 11o αι. Η τ. είχε στη μέση σωλήνα, μέσα στον οποίο τοποθετούσαν το βέλος, που ήταν κοντό με σιδερένια αιχμή. Το βέλος εκτοξευόταν με τόση σφοδρότητα, ώστε διαπερνούσε τις ασπίδες και τους θώρακες. Εξαιτίας του όγκου και του βάρους της η τ. ήταν σε χρήση κυρίως για την άμυνα φρουρίων και πλοίων. Αυτός που τη χρησιμοποιούσε ξάπλωνε στο έδαφος ύπτιος, τη στήριζε και με τα δυο του πόδια και τραβούσε τον εκτοξευτήρα και με τα δυο χέρια του. Οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τ. ονομάζονταν τζαγγράτορες. Ο αρχηγός των τζαγγρατόρων της βασιλικής φρουράς στην Κωνσταντινούπολη, ονομαζόταν στρατοπεδάρχης των τσαγγρατόρων και ήταν 68ος στη σειρά της αυλικής ιεραρχίας.
* * *η, Νβλ. τσάγκρα.
Dictionary of Greek. 2013.